- μεμαρτυρημένος
- μαρτυρέωbear witnessperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεμαρτυρημένως — (Μ) επίρρ. με επαρκείς μαρτυρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμαρτυρημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού μαρτυρῶ] … Dictionary of Greek